- ῥίψῃς
- ῥί̱ψῃς , ῥίπτωthrowaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… … Dictionary of Greek
поврещи — (130), ПОВЬР|ГОУ, ЖЕТЬ гл. 1.Бросить, швырнуть: и си слышавъ || ста ѡтрокъ. повьргъ своѥ ѡрѹжиѥ. трѧсыисѧ и плача. ПрЛ 1282, 32в–г; мт҃рьнюю ѹтробѹ разрѣзаѥть. младенца исторгъ повержеть пъсомъ и птицамъ въ снѣдь. КР 1284, 122б; нѣ(с) добро отѧти … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μάρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ευάνθη και ιερέας του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. ήταν πολύ πλούσιος και διέθετε μεγάλες εκτάσεις με αμπέλια κοντά στον Ίσμαρο. Τον προστάτευε ο Οδυσσέας, καθώς ο Μ. ήταν εκείνος που του έδωσε το… … Dictionary of Greek
Ξανθίας — Ξανθίας, ὁ (Α) [Ξάνθος] 1. όνομα δούλου πονηρού, κωμικού και αυθάδους, το οποίο ήταν συχνό στην αρχαία ελληνική κωμωδία 2. (ως προσηγορικό) α) δούλος β) είδος ρίψης τών ζαριών … Dictionary of Greek
δισκοβολία — Αθλητικό αγώνισμα γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, όπου μαζί με το ακόντιο, τον δρόμο, την πάλη και το άλμα αποτελούσαν το πένταθλο. Πρώτος που επινόησε τον δίσκο θεωρείται ο μυθικός Περσέας, που σκότωσε κατά λάθος με αυτόν τον παππού του Ακρίσιο στους … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
καταπελταφεσία — και επιγρ. καταπαλταφεστία, ἡ (Α) [καταπελταφέτης] η τέχνη τής ρίψης βελών, ακοντίων ή άλλων βλημάτων με καταπέλτη* … Dictionary of Greek
κεντρωτός — ή, ό (Α κεντρωτός, ή, όν) [κεντρώ] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μεμβρανιδών αρχ. αυτός που έχει κεντρί ή αιχμή, που είναι οπλισμένος με κεντρί, ο κεντροφόρος 2. (για παπούτσια και σανίδες) αυτός που… … Dictionary of Greek